- οροφηφαγος
- ὀροφηφάγοςὀροφη-φάγος2(ᾰ) пожирающий крышу
(πῦρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πῦρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οροφηφάγος — ὀροφηφάγος, ον (ΑΜ) αυτός που τρώει, δηλ. καταστρέφει, την οροφή («ὀροφηφάγον πῡρ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀροφή + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. χορτο φάγος] … Dictionary of Greek
ὀροφηφάγον — ὀροφηφάγος roof destroying masc/fem acc sg ὀροφηφάγος roof destroying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)